Lyrics
Η αυγή της 29ης Μαΐου 1453 ήτο ζοφερά και ψυχρά, προάγγελος των όσων έμελλε να συμβούν. Ο Δημήτριος, νεαρός στρατιώτης Βυζαντινός, έβλεπε τα τείχη της αγαπημένης του Κωνσταντινουπόλεως να τρέμουν υπό τους ακατάπαυστους κτύπους των κανονιών των Οθωμανών. Η πολιορκία διαρκούσε εβδομάδες, και η πόλη, που κάποτε έλαμπε ως φάρος πολιτισμού, τώρα εφαίνετο εξαντλημένη και αποδεκατισμένη.
Ο Δημήτριος είχε μεγαλώσει ανάμεσα στις μεγαλοπρεπείς οδούς της πρωτεύουσας, μαθαίνοντας από τους σοφούς και εμπορευόμενος με εμπόρους από κάθε γωνιά του κόσμου. Αλλά τώρα, κάθε πέτρα, κάθε κτήριο, κάθε γωνιά της πόλης έμοιαζε να θρηνεί για το επικείμενο τέλος. Βρισκόταν στα Θεοδοσιανά τείχη, πλάι στους συντρόφους του, μερικοί βετεράνοι σκληραγωγημένοι, άλλοι νέοι όπως αυτός, με τον φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια.
Ο θόρυβος των εκρήξεων ήτο ακατάπαυστος. Οι τεράστιες πέτρες που εκτοξεύονταν από τον Βασιλίσκο, το μεγαλύτερο κανόνι των Οθωμανών, έσειαν τη γη και θραύονταν τα τείχη που για αιώνες είχαν αντέξει αναρίθμητες επιθέσεις. Κάθε κτύπος ήτο κτύπος στην καρδιά του Δημητρίου, που αναρωτιόταν πόσο ακόμα μπορούσαν να αντέξουν.
Κατά τη νύκτα, οι υπερασπιστές εργάζονταν αδιάκοπα για να επισκευάσουν τις ζημιές, αλλά την επόμενη πρωία, οι Οθωμανοί επανελάμβ
Εκείνο το πρωί, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄, με λαμπρή πανοπλία, πλησίασε τους στρατιώτες στα τείχη. Παρά τον επικείμενο κίνδυνο, το βλέμμα του ήτο σταθερό και αποφασιστικό. "Σήμερα, πολεμούμε όχι μόνον για τους εαυτούς μας, αλλά για την ιστορία μας, για την πίστη μας, και για το μέλλον. Αντιστεκόμαστε με όλο το θάρρος που μας απομένει. Αν είναι να πέσουμε, θα πέσουμε ως ήρωες."
Λίγο αργότερα, ο ουρανός γέμισε με κραυγές πολέμου: οι Οθωμανοί είχαν εξαπολύσει την τελική επίθεση. Οι γενίτσαροι, τα επίλεκτα στρατεύματα των Οθωμανών, πλημμύριζαν προς τα τείχη σαν χείμαρρος. Οι μάχες ήσαν βίαιες και ανελέητες. Ο Δημήτριος πολεμούσε με αγριότητα, κόβοντας, αποκρούοντας και κτυπώντας αδιάκοπα. Ο κλαγγισμός των όπλων, οι κραυγές πόνου και ο πνιγηρός καπνός δημιουργούσαν μια σκηνή κόλασης.
Ἐξαίφνης, βροντὴ φοβερά ἐσείσθη τὴν γῆν· ῥῆγμα ἐν τοῖς τείχεσιν ἠνοίγη. Οἱ Ὀθωμανοὶ εἰσεχύθησαν εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἡ βυζαντινὴ ἀντίστασις ἤρξατο νὰ ταλαντεύηται. Δημήτριος εἶδε τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνον μάχεσθαι ἐν μέσῳ τῶν ἀνδρῶν αὐτοῦ, ὡς λέων ἐν μέσῳ λύκων, ἕως ὅτου ἔπεσεν, καταπλακωθεὶς ὑπὸ τῆς ἐχθρικῆς πλημμύρας.
Ἡ θέα τοῦ πεσόντος αὐτοκράτορος ἦτο πλήγμα καταθλιπτικόν. Δημήτριος, τραυματισμένος καὶ ἐξαντλημένος, ἐνόησεν ὅτι ἡ πόλις ἦτο χαμένη. Με βαρεῖαν καρδίαν, ἀνεχώρησε μετὰ τῶν ὀλίγων ἐπιζώντων πρὸς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐλπίζων ὅτι ἐκεῖ θὰ ἔβρισκον τελευταῖον καταφύγιον.
Ἐντὸς τῆς μεγάλης μητροπόλεως, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδία συνήχθησαν εἰς προσευχὴν, ζητοῦντες παρηγορίαν ἐν τῇ πίστει. Αἱ κραταιαὶ θύραι ἐκλείσθησαν, ἀλλ' ἅπαντες ᾔδεισαν ὅτι ἦτο ζήτημα χρόνου μόνον. Δημήτριος ἔνωσε τοὺς συμπολίτας αὐτοῦ, ἰσθάμενος τὸ βάρος τῆς ἥττης νὰ τὸν συνθλίβῃ.
Ὅτε τέλος αἱ θύραι ἐκαταλύθησαν καὶ οἱ Ὀθωμανοὶ εἰσῆλθον, Δημήτριος, μετὰ τὰς τελευταίας δυνάμεις ὑπολειπομένας, γονυπετήσας, προσηύξατο ὑπὲρ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ καὶ τῆς πόλεως αὐτοῦ. Καθὼς ὁ ἐχθρὸς προέβαινε, ὁ νοῦς αὐτοῦ περιπλανᾶτο ἐντὸς τῶν ἀναμνήσεων τῶν ἡμερῶν τῆς εἰρήνης, τῶν γελῶν καὶ τῆς ζωῆς ἣν ἐγνώριζεν.
Ἡ Κωνσταντινούπολις ἔπεσεν, καὶ μετ' αὐτῆς τὸ
[outro]
Ἡ Κωνσταντινούπολις ἔπεσε, καὶ μετ’ αὐτῆς τὸ τελευταῖον προπύργιον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀλλ’ ἐν ταῖς καρδίαις τῶν πολεμησάντων, ἡ φλὸξ τοῦ πνεύματος αὐτῶν οὐκ ἔσβησε ποτὲ. Δημήτριος ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς, ἀποδεχόμενος τὸ πεπρωμένον αὐτοῦ, καθὼς ἡ ἱστορία τῆς αἰωνίας πόλεως ἐτελεύτα μὲ ἕνα τελευταῖον, ὀδυνηρὸν ἀνάπνευσμα.
[instrumental]